Η λογοτεχνία στα χρόνια της πανδημίας
ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΗΣΤΟ ΚΟΡΦΟΞΥΛΙΩΤΗ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Συμπαντικές Διαδρομές
Ο σκοπός αυτού του Project είναι να δώσουμε συντονισμένα την εικόνα τους στην κοινωνία και να προβάλουμε τη φωνή των σύγχρονων Ελλήνων συγγραφέων, όλων αυτών που βρήκαν φωνή και στέγη τα δέκα πέντε τελευταία χρόνια στις Εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές, τονίζοντας παράλληλα με το συγγραφικό τους έργο και τη δυναμική της λογοτεχνίας σαν σύμβολο ελπίδας, και γιατί όχι λύτρωσης και απελευθέρωσης, στα δύσκολα χρόνια της πανδημίας που ζούμε.
Αγαπητέ κύριε Κορφοξυλιώτη, καλημέρα. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το πρώτο σας βιβλίο από τις Εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές. Κάθε χρόνο κυκλοφορούν άπειρα καινούργια βιβλία. Τι πιστεύετε ότι μπορεί να προσθέσει το δικό σας το βιβλίο; Για ποιο λόγο κάποιος να το επιλέξει για να το διαβάσει;
Καλημέρα σας.
Ευχαριστώ για την τιμή που μου κάνετε για τη συγκεκριμένη συνέντευξη στην οποία μπορώ να πάρω μια πιο δημόσια θέση. Θα αδράξω επί τη ευκαιρία να απαντήσω αυτό το μεγάλο ερώτημα που ταλανίζει το αναγνωστικό κοινό, που στην Ελλάδα είναι μικρό, αλλά είναι παραπάνω από όσο νομίζαμε. Συνομιλώ καθημερινά με κόσμο που δεν τον γνώριζα και με χαρά μου ανακαλύπτω ότι το αναγνωστικό κοινό δεν είναι καθόλου μικρό στην Ελλάδα. Απλώς η τεράστια πληθώρα που υπάρχει στην εγχώρια αγορά μας έρχεται σε σύγκρουση με την κλασσική λογοτεχνία που είναι άφθονη. Ζούμε σε μια αναπτυσσόμενη τεχνολογική γενιά, στην οποία καθημερνά κάποιος γίνεται κάτι. Μερικά παραδείγματα είναι οι σεφ, στιχουργοί, ζωγράφοι, ηθοποιοί και ούτω καθεξής. Δεν θα πω ότι είναι κακό αυτό, διότι όλοι μας πια μπορούμε να γίνουμε αυτό για το οποίο γεννηθήκαμε, ο σκοπός της ύπαρξής μας. Κάποτε, αν αναλογιστούμε πόσοι πολλοί «πίνανε από την πηγή» με το σήμερα θα δούμε ότι η αναλογία είναι η πενταπλάσια και παραπάνω. Άρα το αγοραστικό κοινό διχάζεται στο τι πρέπει να αγοράσει με τα οικονομικά του μέσα, που πια δεν είναι όπως ήταν, λόγω της οικονομικής κρίσης. Αλλά θα μου πείτε ότι υπάρχει η Εθνική Βιβλιοθήκη και πολλές άλλες δημόσιες βιβλιοθήκες που μπορείς να αναγνώσεις άπειρα βιβλία. Ο χρόνος όμως δεν υπάρχει, όταν εργάζεσαι ώρες και ώρες, θέλεις απλά να ξεκουραστείς. Πρέπει στις λίγες ώρες να χωρέσεις να κάνεις άθλους. Όμως στην Ελλάδα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού δεν διαβάζει λόγω της λάθος νοοτροπίας που δημιουργείται στα πλαίσια της Ελληνικής παιδείας μας. Ο θεσμός του σχολείου γεννά ένα μεγάλο πρόβλημα και αυτό είναι η απώθηση των εφήβων από τα βιβλία. Τους βάζουν να αποστηθίζουν αποστειρωμένα βιβλία, που τους λείπει η φαντασία και η σωστή προσέγγιση προς εκείνα, φεύγουν από τα παραμύθια και οδηγούνται σε μια ξύλινη γλώσσα ακατανόητη για εκείνα. Ήμουν από εκείνα τα παιδιά που απαντούσαμε όταν μας ρωτούσαν «τι πήρες από αυτό που διάβασες;» Η απάντηση ήταν «Έκθεση θα γράψω;» Αυτή την απάντηση τη συνάντησα μετά από 13 χρόνια που τελείωσα το σχολείο. Εγώ την απέβαλα, αλλά το σύστημα όχι απ’ ό,τι ανακαλύπτω.
Οι «Χάρτινοι Αντί-ήρωες» είναι το δεύτερο πνευματικό μου «παιδί», αλλά όπως σωστά αναφέρατε, στον συγκεκριμένο εκδοτικό οίκο είναι το πρώτο μου. Για να απαντήσω στην ερώτησή σας θα πω το εξής. Δεν είναι το θέμα, ή πιο σωστά ο λόγος γιατί να το διαβάσει. Ας μην το διαβάσει, ας το χαρίσει κάπου όμως που θα «πιάσει τόπο», για να το τεκμηριώσω αυτό που λέω με δύο απλές λαϊκές λέξεις είναι μέσω ενός παραδείγματος. Έχω μια φίλη που δεν της αρέσει να διαβάζει μεγάλα βιβλία σε έκταση, με μία μόνο θεματολογία. Εγώ χώρισα το βιβλίο μου σε δέκα διαφορετικά κεφάλαια με διαφορετική έκβαση μεταξύ τους και ήρωες. Ο καθένας είναι διαφορετικός και έχουν μόνο ένα κοινό στοιχείο: ότι κερδίζουν χάνοντας, δεν είναι οι κλασσικοί ήρωες των βιβλίων, που κάνουν άθλους και ηρωικές πράξεις, αλλά απλά επιζούν στο παράδοξο της καθημερινής τους ζωής. Έχω ένα παραμύθι, ένα πολιτικό διήγημα, δυο μονολόγους από άντρα και μια γυναίκα, μια ιστορία του υποκόσμου και άλλες. Όταν πέσει στα χέρια κάποιου, θα διαβάσει πρώτα την περίληψη, θα το χαϊδέψει να δει αν του αρέσει η υφή του βιβλίου, θα το ξεφυλλίσει, θα δει τα κεφάλαιά του. Αν τον ενδιαφέρει θα το πάρει για τον ίδιο, αλλιώς για κάποιον που νομίζει ότι θα του αλλάξει τη ζωή. Το συγκεκριμένο βιβλίο δεν είναι πιστεύω για καθολική ανάγνωση, αλλά για χαρακτήρες που θέλουν να μάθουν πέρα από τα όριά τους και τα «σκοτάδια» τους. Όσοι το αναγνώσουν ή το χαρίσουν να είναι πρώτα σίγουροι πού θα το κάνουν και γιατί.
Επιλέξετε ένα ή δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το βιβλίο, που να εκφράζουν αυτό που θέλετε να μεταδώσετε στους αναγνώστες, ώστε να μπορέσουν να καταλάβουν πιο εύκολα τον κόσμο του βιβλίου σας.
Πρώτο απόσπασμα: είναι από το πρώτο κεφάλαιο «Το Αποθυμημένο».
ΣΤΕΛΙΟΣ
Το χρέος μου τελείωσε προς αυτήν.
Τριάντα εφτά χρόνια από τη ζωή μου της έδωσα.
Τα υπόλοιπα χρόνια μου θα τα αφιερώσω στην οικογένειά μας.
Και στο όνειρό σου.
(παύση)
Να ξέρεις όμως, ότι καλά τα όνειρα, γιε μου, άλλα δεν σε θρέφουν κι ούτε τα παιδιά σου θα θρέψουν.
ΠΕΤΡΟΣ
Ένας κόσμος χωρίς όνειρα, πατέρα, θα είναι ένας κενός κόσμος κι άδειος. Χωρίς αυτά δεν θα είχαμε τίποτα. Τα όνειρα υπήρχαν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν για να ομορφαίνουν αυτόν τον γκρίζο και μουντό πλανήτη.
ΣΤΕΛΙΟΣ
Άλλο το όνειρο, γιε μου, κι άλλο η πραγματικότητα.
ΠΕΤΡΟΣ
Τότε προτιμώ να ονειρεύομαι μέσα στην πραγματικότητα, πατέρα.
Μέσα από το όνειρο η τέχνη γεννιέται.
Στο όνειρο υπάρχει η φαντασία. Η τέχνη είναι φαντασία, αντιγράφει τη ζωή κι η ζωή αντιγράφει την τέχνη.
Αν δεν υπήρχε ο τρόπος για να εκφράζουμε τα πιο τρελά μας όνειρα…
(παύση)
Πώς τότε θα υπήρχε η τέχνη;
Χωρίς το ένα δεν θα είχαμε το άλλο.
Δεύτερο απόσπασμα: είναι από το δεύτερο κεφάλαιο «Πολυτεχνείο 2057».
Είμαι έξω στο διάστημα με τον Άστρο στόλο μας. Νιώθω σαν ένας Χριστόφορος Κολόμβος του διαστήματος. Πάμε σε αναζήτηση νέων πλανητών για να μάθουμε πράγματα κι όχι να κατακτήσουμε. Ναι, φαίνεται ουτοπικό αυτό που λέω. Όμως μαθαίνουμε σιγά-σιγά από τα λάθη μας. Έτος 2074, δεν είμαστε πολύ μακριά από το πλανητικό μας σύστημα, πίνω τσάι πια στην ηλικία μου, εκεί που κοιτώ την ανυπέρβλητη θέα, που με γεμίζει δέος, φθόνο, φόβο και την ασημαντότητα της ύπαρξής μου. Ως προς το θέμα τι είμαι εγώ μέσα σε αυτό τον αχανή μαύρο γαλαξία. Τι είμαι και τι έχω κάνει; Τίποτα δεν έχω κάνει τελικά. Ξαφνικά, εμφανίζεται ένα νεαρό κορίτσι που καθαρίζει το πάτωμα. Το ρωτώ αν ξέρει ποιος είμαι και τι έχω κάνει για τη χώρα μας. Με κοιτάει με ένα ύφος ήρεμο, ίσο προς ίσο. «Μπορούσατε…» μου απαντά, «να είχατε κάνει περισσότερα, αλλά κι αυτά που κάνατε μπροστά σε άλλους ήταν πολλά. Ακόμα προλαβαίνετε να κάνετε…»
Υστερόγραφο:
Θα παραθέσω και ένα μικρότερο κομμάτι που είναι για το γυναικείο φύλο πιο προσιτό:
Μα φυσικά δεν τους είπα ποτέ κάτι, ούτε ότι είναι προϊόν βιασμού ή από τη μη ύπαρξη αγάπης κι έρωτα. Αυτό μόνο κακό θα τους κάνει. Όχι, δεν έπεσα ποτέ στο αμάρτημα να πω κακία για τον… πατέρα τους.
Δεν θα τα δηλητηριάσω όπως εκείνος.
Αλλά πέρασα τόσα από αυτόν, μια δεν τα ήθελε, μετά τα ήθελε για να μου κάνει κακό, μετά τους έκανε κακό γιατί με έχανε και τώρα που εμφανίστηκε ξανά και είδα τα παιδιά μου να γίνονται τέρατα σαν αυτόν, θόλωσα. Δεν άντεξα, παραλίγο να τον σκοτώσω, αλλά δεν το έκανα, αμύνθηκα, πάντα αμυνόμουν και σε αυτό δεν μπορεί να πει ψέματα. Αν ήταν αλήθεια θα τον είχα ευνουχίσει στον ύπνο του ή θα του πετούσα καυτό λάδι ή θα τον είχα σκοτώσει.
(Παύση)
Αλλά διάλεξα τη σιωπή.
Γιατί η γυναίκα είναι σιωπή.
Δεν το λέω εγώ, αλλά οι ειδικοί. Τα κακοποιημένα άτομα δεν μιλάνε, είναι κλειστά, χαμογελάν μελαγχολικά, επηρεάζονται εύκολα από οποιαδήποτε ψυχοσωματική συνθήκη που γίνεται γύρω τους. Εμείς είμαστε διαφορετικές από εσάς. Εσείς θα βρίσετε, θα πιείτε, θα χτυπήσετε, ενώ εμείς ψωνίζουμε, καλλωπιζόμαστε, χαμογελάμε, γκρινιάζουμε και σωπαίνουμε, ενώ δεν θα έπρεπε.
(Παύση)
Είμαι τριάντα ένα χρονών κι έχω ζήσει σωστά τα δεκατρία μου. Και που έφτασα σε αυτή την ηλικία με τόσα που πέρασα πάλι καλά. Αφού έζησα κι επέζησα τόσα, το μόνο που θέλω είναι να ξέρω ότι δεν απέτυχα σαν μάνα. Μόνο εκεί δεν θα σιωπήσω, μόνο εκεί θα φωνάξω, γιατί αυτά που έχω κάνει, άλλες δεν τα έχουνε κάνει. Προτιμώ να μην αγαπηθώ σαν γυναίκα, αλλά θέλω να αγαπιέμαι σαν μάνα…
Ένα σίγουρα μεγάλο ερώτημα για κάθε αναγνώστη που λατρεύει έναν συγγραφέα είναι πώς θα είναι σαν απλός άνθρωπος, τι συνήθειες θα έχει. Τι τρώει, τι μουσική του αρέσει, που ταξίδεψε και πολλά άλλα πράγματα.
Θα προσπαθήσω να κάνω απλή αλλά αναγκαστικά και περίπλοκη ταυτόχρονα την ερώτηση.
Πείτε μας που θα θέλατε να ταξιδέψτε για να απαγγείλετε κάποιο κείμενο σας και όταν θα το κάνατε αυτό, τι μουσική θα θέλατε να ακούγεται, τι ποτό να γεμίζει το ποτήρι μπροστά σας και ποια αγαπημένη νοστιμιά να σας περιμένει στο πιάτο σας;
Αν ακολουθήσω το σενάριο που μόλις αναπτύξατε στην ερώτησή σας, θα έκανα το εξής: Θα διάλεγα όλες τις βαυαρικές χώρες, θα τις έγραφα σε μικρά χαρτάκια, μετά αυτά τα χαρτάκια θα τα έβαζα σε ένα μπολ και θα τράβαγα ένα χαρτάκι. Θα το άνοιγα, θα ετοίμαζα βαλίτσα και θα έφευγα. Όταν θα έφτανα εκεί, θα ξεπακέταρα. Θα ετοίμαζα ένα καλό δείπνο για εμένα, όπως κάποιο καλό ψάρι, ή ένα καλοψημένο κοτόπουλο ή μια νόστιμη μακαρονάδα φούρνου. Μου αρέσουν και τα τρία είδη φαγητού. Θα έπινα, ανάλογα το φαγητό που είχα μπροστά μου. Η μουσική υπόκρουση που θα είχα είναι το Carmina Burana - Carl Off ή Sound of Silence - Simon and Garfunkel. Όταν όμως θα απάγγελνα, το ουίσκι θα ήταν συντροφιά μου. Όταν θα τελείωνα να απαγγέλνω μέσα στη σιωπή του δωματίου και δεν θα ήταν κανείς εκεί. Θα ήμουνα εγώ και το δωμάτιο, θα ήθελα να ακούσω αυτά που γράφω για να αποφασίσω αν μου άρεσε αυτό που έγραψα ή όχι.
Κάτι ευχάριστο, όμορφο και γλυκό που θα θέλατε να μοιραστείτε με τους αναγνώστες μας; Μέσα σε αυτόν τον σκληρό, βίαιο και απάνθρωπο κόσμο και μέσα σε αυτή την απρόσωπη κοινωνία υπάρχει κάτι που σας κρατάει, που σας δίνει δύναμη;
Ίσως το όνειρο να γράψετε κάτι καινούργιο, να ζωγραφίσετε στην άμμο του χρόνου, ένα καινούργιο όνειρο, ένα καινούργιο μύθο;
Όλα αυτά που αναφέρατε είναι όμορφα, αληθινά και σε αυτή την περίοδο πολύ ελπιδοφόρα.
Ας πάρω το πρώτο ερώτημα. Κανείς δεν ξέρει τι του επιφυλάσσει το μέλλον και ούτε μπορεί να το προσχεδιάσει τελικά. Κάνεις δεν περίμενε αυτή την καθολική καραντίνα. Θα ήθελα να μοιραστώ πολλά, όμως θα κουράσω στον γραπτό λόγο. Οπότε θα είμαι λακωνικός: αδράξτε την κάθε μέρα σαν να είναι η τελευταία σας. Δεν θα το αφήσω τελείως «φλου» για να μην παραφραστεί το νόημα της έκφρασης που προείπα. Δεν θα πάθουμε κάτι κακό, απλά αντί να κάθονται σε έναν καναπέ τρώγοντας, τσατάρωντας και βλέποντας ταινίες και σειρές, να συνεχίσουν να κάνουν ό,τι κάνανε, να προσθέσουν καινούργια ενδιαφέροντα ή δραστηριότητες που ήθελαν να κάνουν. Και τέλος, να κάνουν μια ενδοσκόπηση του εαυτού τους.
Το δεύτερο ερώτημα είναι ένα άλυτο μυστήριο που κανείς δεν έχει επιλύσει μέχρι τώρα, τόσα βιβλία γράφτηκαν και μας μείνανε παρακαταθήκη χωρίς να έχουν βρει τη λύση, απλώς αναφέρουν τον προβληματισμό τους με διάφορους τρόπους και κάποιες λύσεις, που όμως δεν θα μας αρκεστούν για πάντα. Εμένα με κρατάει το «θείο δώρο» της ύπαρξής μου, η πρώτη ανάσα κάθε πρωινού που με αφυπνίζει από τον «ύπνο». Επίσης, η καθημερνή επικοινωνία μου με ανθρώπινα προβλήματα που είναι πραγματικά, όπως να χάνεις κάποιο αγαπημένο σου πρόσωπο ή να κινδυνεύεις να το χάσεις, σου δίνει μια κλωτσιά και σου λέει ξύπνα, μπορεί να βρεθείς εύκολα στη θέση του, μην σπαταλάς τη ζωή σου άδικα. Αυτό που με κρατάει είναι ότι γεννήθηκα στον δυτικό κόσμο και όχι στον ανατολικό ή στην Αφρική, που η λέξη επιβίωση είναι γραμμένη ανεξίτηλα πάνω στο σώμα σου και στα βήματά σου.
Και τέλος, δεν χρειάζεται να κάνω κάτι δημιουργικό όπως αυτό που κάνω τώρα; Εκλάμβανα αψήφιστα τις συνεντεύξεις μου, κάτι σαν αγγαρεία. Αλλά στη συγκεκριμένη άρχισα να αναθεωρώ. Μου δίνεται η ευκαιρία να πω κάτι στο κοινό και πρέπει να το εκμεταλλευτώ στο έπακρο. Γι’ αυτό και μου πήρε καιρό ώστε να απαντήσω - σε αυτό το σημείο γελάω με τον εαυτό μου – όλες τις ερωτήσεις με όσο μπορώ να κρατάω το ενδιαφέρον στον αναγνώστη και να μην λέει «πφ, τι σαχλό θα διαβάσει πάλι;» Άρα το δημιουργικό δεν έρχεται όταν το θέλουμε εμείς, μας βρίσκει αυτό και σας ευχαριστώ πολύ για τη στιγμή αυτή στην οποία μου τη δίνεται εσείς.
Την τελευταία χρονική περίοδο όλος ο κόσμος έχει χτυπηθεί από ένα πρωτοφανές ξέσπασμα πανδημίας και ζούμε καταστάσεις που πραγματικά ούτε οι συγγραφείς της επιστημονικής φαντασίας δεν τις είχαν φανταστεί. Η καραντίνα του πληθυσμού σχεδόν σε όλο τον πλανήτη είναι κάτι το πρωτοφανές στην ανθρώπινη ιστορία.
Εσείς πώς ζείτε όλη αυτή την κατάσταση;
Σε αυτές τις δύσκολες στιγμές που περνάει η ανθρωπότητα πιστεύετε ότι η λογοτεχνία μπορεί να δώσει ελπίδα στους ανθρώπους και να εκφράσει τα προβλήματα τους;
Ζω όπως όλοι μας, με αμφισβήτηση, παραλογισμό, φόβο… Παύση, σκέφτομαι και μετά ηρεμώ ότι όλο αυτό είναι κάτι που πρέπει να μην μας κρατάει προς τα πίσω, αλλά να κοιτάμε μπροστά. Θα μου πείτε πώς και θα σας πω χωρίς να βλέπω πολλές ειδήσεις, θα δω όσες πρέπει και θα συνεχίζω να ζω. Πράξτε το ίδιο, περπατήστε με όσο περισσότερη ασφάλεια μπορείτε, μιλήστε με άτομα που να έχουν ένα θετικό αίσθημα και να ανταλλάξετε απόψεις που να μην σας τροφοδοτούν με πεσιμισμό. Αν δεν το καταλαβαίνετε ότι δεν γίνεται σωστά τότε κάτι θα σας τσιμπάει μέσα σας που θα λέει «πρόσεχε κάτι δεν πάει καλά». Αυτό κάνω εγώ, δεν γνωρίζω αν είναι σωστό ή λάθος αλλά στο τέλος της ημέρας αν κοιμηθώ χωρίς έννοιες και σκοτούρες, τότε κάτι κάνω πιο σωστά για εμένα.
Φυσικά η λογοτεχνία και κάθε μορφή τέχνης κάνει όλες τις καταστάσεις πιο υποφερτές και ελπιδοφόρες. Αν παρατηρήσουμε ανθρώπινες ιστορίες που ήταν άνθρωποι που αδιαφορούσαν, που καταλήξανε στη φυλακή ή σε άλλες καταστάσεις που τους είχαν φτάσει το τέλμα. Το βιβλίο έσωσε αυτούς, δεν θα σώσει εμάς από το σπίτι μας ή τον ιό;
Σας ευχαριστούμε για τον χρόνο σας. Κάτι τελευταίο που θα θέλατε να πείτε στους αναγνώστες μας;
Πέρασε η ώρα τόσο γρήγορα; Θα κλείσω τη συνέντευξη αυτή, με μια πινελιά αισιοδοξίας για όλους μας.
Μην παίρνετε κάτι δεδομένο, γιατί θα σας πάρει αυτό σαν δεδομένο… Keep going… Και να θυμάστε ότι μπορείτε να κάνετε τα πάντα. Δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δεν θέλω. Να περνάτε καλά και θα βγούμε από αυτή την καραντίνα. Η ανθρωπότητα δεν σταματάει ποτέ και το ‘χει αποδείξει τους αιώνες. Ξαποσταίνει για λίγο, αδρανοποιείται, άλλα πάντα επιστρέφει. Κάντε το ίδιο γιατί ανήκετε σε αυτήν.